- μουχρός
- η , ό тусклый, темноватый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουχρός — ή, ό χωρίς λάμψη, αμυδρός, θαμπός, μουντός, μισοσκότεινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μορυχός* «αμυδρός» (πρβλ. μορύσσω). Η παραγωγή τής λ. < ημί ωχρος δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek
μουχρός — ή, ό σκοτεινός, μουντός, όχι φωτεινός: Μουχρό πρωινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουχρωπός — ή, ό μισοσκότεινος, θαμπός, σκούρος, μουντός («έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν», Καζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουχρός + κατάλ. ωπός*] … Dictionary of Greek
μουχρώνω — 1. (ως τριτοπρόσ.) μουχρώνει αρχίζει να νυχτώνει να πέφτει το σκοτάδι, σουρουπώνει, βραδιάζει («μόλις άρχισε να μουχρώνει, ο ουρανός πήρε ένα ωραίο χρώμα») 2. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρκμ.) μουχρωμένος σκοτεινός («έφευγε η μέρα πια κι ο μουχρωμένος… … Dictionary of Greek